- Γάβαλα
- Αρχαία παραλιακή κωμόπολη της Συρίας με ωραίο λιμάνι, που μαζί με την Αντιόχεια, τη Σελεύκεια και την Απάμεια αποτελούσαν την ημιαυτόνομη περιοχή της Σελευκίδας. Το 638 τα Γ. κυριεύτηκαν από τον Άραβα χαλίφη Μωάβια, που έσπευσε να τα οχυρώσει με ισχυρά τείχη, και το 975 από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Α’ Τσιμισκή, ο οποίος μάλιστα ανακάλυψε σε αυτά, κατά τους χρονικογράφους της εποχής, τα τίμια σαντάλια του Χριστού, την κόμη του Ιωάννη του Προδρόμου και μια θαυματουργή εικόνα της Σταύρωσης του Σωτήρα. Το 1080 οι Άραβες κατόρθωσαν να ανακαταλάβουν την πόλη και τη διατήρησαν στην κατοχή τους έως το 1097, οπότε έπεσε στα χέρια των Λατίνων της Α’ Σταυροφορίας. Το 1103, βυζαντινός στόλος με αρχηγό τον Καντακουζηνό κατέπλευσε στο λιμάνι των Γ., τα οποία, μαζί με μια αλυσίδα άλλων κωμοπόλεων, πέρασαν στην εξουσία των Βυζαντινών. Λίγο αργότερα, οι Λατίνοι της Συρίας ανακατέλαβαν την πόλη, ενώ το 1189 κατελήφθη από τον σουλτάνο Σάλαχ ελ Ντιν (Σαλαδίνο). Στην περιοχή των Γ. βρέθηκαν χάλκινα νομίσματα με την επιγραφή «ΓΑΒΑΛΕΩΝ», στα οποία εικονίζεται μια γυναίκα που κάθεται και κρατά στα χέρια της παπαρούνες, ενώ στα πόδια της διακρίνεται ένα στάχυ με σφίγγα, ή η μορφή της Αθηνάς μπροστά σε μια σφίγγα ή μια σφίγγα και μια κουκουβάγια που στέκονται αντικριστά. Όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, στην πόλη υπήρχε ιερό στο οποίο φυλασσόταν ο πέπλος της Εριφύλης.
Dictionary of Greek. 2013.